Έχω ανάγκη να σου γράψω. Δε σε γνωρίζω. Για εμένα είσαι ο «άλλος» που συμπορεύεται μαζί μου σε αυτόν τον κόσμο. Μαζί, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, με τη δική του ανάσα, ψηλαφούμε την Ύπαρξη. Αυτή συμβαίνει και εμείς προσπαθούμε να την ερμηνεύσουμε. Προσπαθούμε να τη βάλουμε σε κουτάκια…και τα κουτάκια γίνονται ιδέες…και οι ιδέες αποκτούν οπαδούς και κάπου εκεί το χάνουμε…
Δεν αντέχω άλλο να είσαι μακριά μου. Εσύ…ο «άλλος»… Δεν καταλαβαίνω αυτόν τον κόσμο. Αυτή την παράνοια, αυτή τη νοσηρότητα. Πως είναι δυνατόν να κολλάμε στις ιδέες, στα πιστεύω και να χάνουμε ο ένας τον άλλο; Πως γίνεται να χάνουμε το τώρα μεταθέτοντας την ευτυχία πάντα αργότερα, σε μια άλλη γη, σε έναν άλλο παράδεισο, σε μια άλλη ζωή. Ρωτάμε αν υπάρχει ζωή μετά το θάνατο, εγώ αναρωτιέμαι αν υπάρχει ζωή πριν…
Θα είμαι σκληρός γιατί ο κόσμος έχει γίνει αποτρόπαιος. Δεν αντέχω άλλο αυτούς που ανεβαίνουν κάπου και κουνάνε το δάχτυλο. Δεν αντέχω τον φόβο και τον τρόμο που σπέρνουν. Μιλάνε για αγάπη και είναι τόσο ξεροί οι ίδιοι. Νεκροί. Πως γίνεται να είσαι νεκρός όταν μιλάς για αγάπη; Μιλάνε για αγάπη αλλά από το κεφάλι, από τα βιβλία είτε ιερά είτε όχι.
Δεν καταλαβαίνω πως γίνεται να αγαπάς με προϋποθέσεις. Μήπως οι ακτίνες του ήλιου αλλάζουν δρόμο όταν συναντούν κάποιον «άδικο», κάποιον «διαφορετικό»; Μήπως ο αέρας σταματά να δροσίζει αυτούς που είναι «ανήθικοι» κατά τα δικά μας σταθμά. Εγώ βλέπω ότι η Ύπαρξη δωρίζεται σε όλους, αγκαλιάζει όλους…
Όχι δε θέλω να μου πουν τι σημαίνει αγάπη από τα βιβλία. Δε θέλω να μου πουν τι είπαν για την αγάπη άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια όσο ευσεβείς κι αν ήταν. Γιατί δεν μπορώ να περπατήσω με τα δικά τους παπούτσια . Θέλω να τη ζω με εσένα. Θέλω να τη ζω στο δρόμο κάτω στη λάσπη και όχι ανεβασμένος κάπου κουνώντας το δάχτυλο στους άλλους. Δεν αντέχω άλλο την υποκρισία. Βαρέθηκα τους πωλητές τάπερ που θεωρούν ότι θα κλείσουν και πρώτη θέση στον παράδεισο! Θα σου πω τι είναι αγάπη.
Αγάπη είναι παράδοση άνευ όρων! Τ’ ακούς; Παράδοση άνευ όρων!
Για εσένα, τον άλλο, θα κάνω τα πάντα. Θα καώ στην αγάπη! Δε με ενδιαφέρει αν είσαι «ανώμαλος», αν είσαι «άπιστος» ας είσαι οτιδήποτε. Ακόμα και πωλητής τάπερ! Δεν είναι σε εμένα να κρίνω τον αδελφό μου. Δεν είναι σε κανέναν παρά μόνο στον Πατέρα. Και άμα έρθει η ώρα ο Πατέρας να ζητήσει το λόγο, εγώ θα βγω και θα σε προασπιστώ. Θα δείξω στον Πατέρα ό,τι μικρό έκανες με ανιδιοτέλεια, με καλοσύνη, με φως.
Δε θέλω άλλο τον Αγαπημένο να με κοιτά ανέκφραστα. Τ’ ακούς; Δεν αντέχω άλλο το τζάμι που μας χωρίζει! Πόσο θα αντέξουμε ακόμα σαν είδος με αυτή την υποκρισία; Χανόμαστε! Θέλω να κάνω το χέρι μου γροθιά και να δώσω μια στο τζάμι αυτό να σπάσει! Να αρπάξω την εικόνα του Αγαπημένοέυ, να την τινάξω δυνατά και να γίνει άνθρωπος! Να τον φιλήσω στο μέτωπο στο μάγουλο, στο στόμα. Να χορέψω μαζί Του, να κλάψω μαζί Του, να αναρωτηθώ μαζί Του, να φάω παγωτό μαζί Του. Ναι γιατί; Είναι λιγότερο «πνευματικό» το παγωτό θαρρείς; Εγώ σου λέω όχι. Γιατί κι αυτό και την μπουγάδα, και το ψωμί που ζυμώνεις μπορείς να τα κάνεις προσευχή! Είναι ο τρόπος των πραγμάτων που τα κάνει ιερά και όχι αυτά καθαυτά τα πράγματα. Η προσευχή και η ιερότητα δε χρειάζεται να μας περιμένουν μόνο μέσα σε έναν ναό. Βγαίνουν κι έξω στη λάσπη. Εκεί δείχνεις πόσο πνευματικός γίνεσαι.
Θα χορέψω με τον Αγαπημένο όταν χορεύω μαζί σου. Γιατί είναι τόσο καταπληκτικό το ότι υπάρχεις κι αναπνέεις δίπλα μου…εσύ…ο άλλος…ο άγνωστος…ο «αλλόπιστος»…ο «ανώμαλος»…ο «αμαρτωλός», ό,τι κι αν είσαι, είσαι μια έκφραση Εκείνου. Αναπνέεις και αναπνέω επειδή υπάρχει Εκείνος. «Ἦν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὃ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον.» Τ’ ακούς αυτό το ωραίο κάλεσμα αδελφέ μου; Πάντα άνθρωπον! Όσο κι αν πέσεις, όσο κι αν πέσω, εκείνο το φως μας φωτίζει. Είναι συνέχεια δίπλα μας. Πως να μην είμαι εγώ δίπλα σου; Μας ενθαρρύνει ακόμα και με τρόπους άγνωστους. Όπου κι αν είσαι κι ας μην έχεις ακούσει για αυτό το φως. Πως να μην σε αγκαλιάσω; Πως να μην κλάψω μαζί σου; Αδελφέ μου. Δεν είσαι πια ο «άλλος». Είσαι σάρκα από τη σάρκα μου. Σε αγαπώ.