Η Θάλασσα! Πόσο μαύρη και άγρια! Με φοβίζει!
Η βάρκα μου χτυπιέται από εδώ κι από εκεί.
Τρέχω να ανεβάσω τα πανιά, να στρίψω το τιμόνι κόντρα στα κύματα. Και σε κοιτάζω.
Το πρόσωπό μου το ραπίζει το νερό που παρασέρνει ο άνεμος. Το αλάτι μου σκίζει τα μάτια.
Κι εσύ εκεί, στο κέντρο, ατάραχος. Το μάγουλό σου ακουμπάει απαλά πάνω στο χέρι σου και κοιμάσαι. Αναπαύεσαι μέσα στη γαλήνη. Πόσο όμορφος!
Ξαφνικά βυθίζομαι μέσα σου. Είμαι εγώ τώρα που αναπαύομαι γαλήνια.
Που πήγε η καταιγίδα;
Δημήτρης
Πανδώρα