"Να προσεύχεσαι κρατώντας ένα φτερό" μου είχε πει και εγώ τότε δεν είχα καταλάβει. Τι σήμαινε αυτό;
Και ήρθαν οργισμένα χρόνια. Και μπόρες ολάκερες! Και εγώ εκεί πλάι στα εικονίσματα να σφίγγω τα χέρια, να δαγκώνω τα χείλη. Να κλαίω αλλά να μη λυγιέμαι. Γιατί η καρδιά δεν είχε ζεσταθεί.
Τι να έφταιγε; Να ήταν η στάση στο σώμα; Γονάτιζα και ακουμπούσα το κεφάλι κάτω μα πάλι τίποτα!
"Δεν είμαι πιστός" σκεφτόμουν κι αγωνιζόμουν τώρα πιο πολύ μα πάλι αδειανή η καρδιά, κούφια τα ένιωθα τα λόγια.
Θαρρείς πως ο Θεός με απέφευγε!
"Δεν κάνω εγώ γέροντα για αυτά! Είμαι κουτός!"
"Να προσεύχεσαι κρατώντας ένα φτερό παιδί μου" απαντούσε. "Δες ο σπουργίτης πως κελαηδά χωρίς προσπάθεια! Πως ανθίζει το λουλούδι! Εσύ γιατί προσπαθείς;"
"Μα έτσι έκαναν και άλλοι και πέτυχαν" έλεγα.
"Δεν είσαι στα δικά τους παπούτσια." μου απαντούσε και με κερνούσε ένα λουκούμι τριαντάφυλλο. "Αν προσπαθείς θα σου φεύγει. Αν κάνεις πίσω θα σε πλησιάσει. Να είσαι απαλός. Θυμάσαι στον Προφήτη πως του εμφανίστηκε; Σαν πνοή αύρας λεπτής. Δεν ήταν στον άνεμο, δεν ήταν στο σεισμό δεν ήταν στη φωτιά."
Και έφυγα με απορία. Το βράδυ ξανά προσευχή. Και καθώς έλεγα την ευχή ο νους μου χάθηκε. Σαν να διαλύθηκε στον ωκεανό. Και ω! Τι χαρά! Τι ακινησία! Η καρδιά ζεσταίνεται και λυγάει. Τα δάκρυα ανεβαίνουν. Γιατί κλαίω; Δεν ξέρω!
Χαίρομαι αλλά δεν είναι δική μου η χαρά! Κλαίω αλλά δεν είναι δικά μου τα δάκρυα! Έσφυγγα το σχοινί και τώρα το άφηκα!
Γιατί δεν υπάρχει σχοινί...
Μέσα μου ένα φτερό ισορροπεί στην απανεμιά της καρδιάς μου. Προσεύχομαι αλλά δεν υπάρχει πόνος, δεν υπάρχει αγωνία. Δεν υπάρχει στόχος. Προσεύχομαι γιατί αναπνέω.
Και τώρα βλέπω. Δεν προσεύχομαι εγώ. Εκείνος προσεύχεται.
Δημήτρης Καμίλλος