Παραφράζοντας το γνωστό τραγούδι, μιλάμε για μια μεγάλη αλήθεια. Τι γίνεται τελικά με όλους αυτούς τους “δασκάλους’ εκεί έξω;
Δάσκαλοι έρχονταν ανέκαθεν με σκοπό να θυμίσουν στους ανθρώπους ότι είναι ελεύθεροι. Ο Δάσκαλος δημιουργεί μια σχέση εξάρτησης στην αρχή η οποία αποτελεί έκφραση της νηπιακής κατάστασης του μαθητή. Ο ίδιος δεν έχει ανάγκη αυτή τη σχέση, ούτε τα εύσημα. Ο μαθητής όμως την έχει γιατί μέσα από αυτή τη σχέση βγαίνει από τον εαυτό του και μαθαίνει να δείχνει εμπιστοσύνη. Ένας άλλος, που έχει περπατήσει το δρόμο πριν από αυτόν του φωτίζει το μονοπάτι. Όμως ο Δάσκαλος ξέρει ότι αργά η γρήγορα αυτή η σχέση θα πρέπει να σπάσει. Γιατί όσο ο μαθητής μένει στη νηπιακή κατάσταση, έχει ανάγκη από “πατερίτσες”. Ψάχνει τη δύναμη έξω από αυτόν. Έτσι ο Δάσκαλος δε φοβάται να γίνει διάβολος για τον μαθητή του. Δε φοβάται να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια του μαθητή ξανά και ξανά για να τον κάνει να ενηλικιωθεί. Δε φοβάται γιατί δεν έχει εγώ. Δεν τον νοιάζει αν θα τον χαρακτηρίσουν οι άλλοι κάπως. Δεν τον νοιάζει πως θα φανεί. Υπάρχουν μερικοί που φεύγουν. Κανείς δε χάνει τίποτα. Δεν ήταν ακόμη η ώρα. Γιατί η απελευθέρωση δε βρίσκεται στα χέρια του Δασκάλου. Αυτός ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα. Έχεις φύγει από το σπίτι και ξέχασες πίσω το πανωφόρι σου. Εκείνος έρχεται και σου το δίνει. Έκανε τίποτα ουσιαστικά; Ο Δάσκαλος σου δίνει πίσω το πανωφόρι της ελευθερίας σου που απλώς το έχεις ξεχάσει. Είναι στο ίδιο σημείο με εσένα, απλώς έχει ανοιχτά τα μάτια.
Όμως ο νηπιακός μαθητής θέλει συνέχεια να έχει πατερίτσες. Δε λέει να τις πετάξει. Έτσι εμφανίζονται “δάσκαλοι”. Έχει γεμίσει ο κόσμος από δαύτους! Κάνουν σεμινάρια (λες και η απελευθέρωση είναι κάτι για το οποίο πρέπει να κρατήσεις σημειώσεις!), μυήσεις, διαλογισμούς. Ο μαθητής νομίζει πως προχωρά. Του λένε ότι έχει δρόμο ακόμα. Ότι πρέπει να κάνει αυτό ή το άλλο. Και φυσικά αλίμονο αν πας κόντρα στον “δάσκαλο”. Αλίμονο αν σηκωθείς πάνω και δείξεις και πεις “μα ο βασιλιάς είναι γυμνός!”. Τότε ο “δάσκαλος” θίγεται, σε στέλνει από εκεί που ήρθες. Όχι πως αυτό είναι κακό. Για εσένα καλό είναι γιατί φεύγεις από το ψέμα, από αυτόν που σου κλέβει τη δύναμη. Για εκείνον είναι κακό γιατί δε σε διώχνει με συνείδηση. Δε σε διώχνει για να σου τραβήξει το χαλί και να μην τον νοιάζει πως θα φανεί. Σε διώχνει γιατί ξύπνησε μέσα του (ανάθεμα κι αν κοιμόταν ποτέ) ο εγωισμός. Τους βλέπεις πως φουσκώνουν σαν παγόνια όταν τους ρωτήσεις τι κάνουν. “Βοηθάω άλλους ανθρώπους στο δρόμο”, “Ασχολούμαι με το Θεό”. Και αναρωτιέσαι αν αποφασίσει να ασχοληθεί ο Θεός μαζί τους τι θα κάνουν…
Μη με παρεξηγείς. Δε σημαίνει ότι δε χρειάζεται να εργαστείς, ότι δε σε βοηθάνε οι διαλογισμοί. Δες όμως που δίνεις τη δύναμή σου. Παρακολούθα ξύπνιος. Μην παρασύρεσαι από αυτά που σου λένε ή σου υπόσχονται. Δες πως κινούνται αυτοί. Στην πραγματικότητα αν και χρειάζεσαι τον Δάσκαλο (και δεν έρχεται πάντα με τη μορφή ανθρώπου) γρήγορα θα δεις ότι όταν έρχεται ο καιρός σου δίνει μια ελαφριά σπρωξιά για να πετάξεις με τα δικά σου φτερά. Κι αν χρειαστεί θα σου δώσει και μεγαλύτερη. Γιατί δε φοβάται τι θα πεις για αυτόν. Γιατί ο Δάσκαλος που θα αρχίσεις να ακούς είσαι εσύ. Αλλά θα πρέπει να τον βιώσεις. Όχι να τον εννοήσεις. Το πανωφόρι που σου δίνει ο Δάσκαλος και που έχεις ξεχάσει είναι ότι είσαι δημιουργός και εσύ. Η δύναμή σου δεν είναι έξω από εσένα. Μην ψάχνεις κρεμάστρα να αφήσεις το καπέλο...Έχεις πλαστεί ελεύθερος, όχι υποτακτικός...
Κάποτε υπήρχε ένας Δάσκαλος και κάθονταν στο πλάι ενός ποταμού. Τον πλησιάζει ένας δάσκαλος και τον ρωτά “Έχω ακούσει ότι είσαι μεγάλος! Μπορείς να περπατήσεις τον ποταμό και να τον διασχίσεις;” Ο Δάσκαλος γυρνάει και τον κοιτάζει βαριεστημένα. “Όχι” του απαντά απλά. “Όχι; Πως είναι δυνατόν να λες ότι είσαι Δάσκαλος και να μην μπορείς να το κάνεις αυτό; Πως γίνεται να λένε ότι είσαι μεγάλος; Εγώ μπορώ!” έτρεξε στην όχθη (σιγά μην έχανε χρόνο) και άρχισε να περπατά πάνω στο νερό (παίζει να άκουγε και τίποτα χορωδίες αγγέλων στο κεφάλι του). Ο Δάσκαλος τον κοιτά στωικά. “Πόσο σου πήρε να το μάθεις αυτό;” τον ρωτά στο τέλος.
“25 χρόνια” απαντά ο άλλος και φυσικά ο Δάσκαλος πέφτει κάτω από τα γέλια!
“Γιατί γελάς;’ τον ρωτά ο άλλος προσβεβλημένος.
“Γιατί όταν θέλω να περάσω απέναντι, δίνω στον βαρκάρη μια δεκάρα. Εμένα μου παίρνει μόνο μια δεκάρα και εσένα σου πήρε 25 χρόνια! Σπατάλησες τόσο χρόνο όταν θα μπορούσες να δώσεις απλώς μια δεκάρα;”
Καλή Λευτεριά!
Δημήτρης